- παντοιοτρόπως
- [пантиотропос] επ.ρ. всеми способами, всячески
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
παντοιοτρόπως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. παντοιότροπος … Dictionary of Greek
πανταχή — Α επίρρ. 1. σε όλα τα μέρη, παντού 2. σε κάθε μέρος τού... («κατέστασαν γὰρ τοῡ Ἑλλησπόντου πανταχῇ», Ηρόδ.) 3. σε όλες τις πλευρές («προσέβαλλαν τε πανταχῇ αὐτοῑς κύκλῳ», Θουκ.) 4. προς κάθε κατεύθυνση («διασκοπεῑν πανταχή», Αριστοφ.) 5. με κάθε … Dictionary of Greek
παντοιότροπος — ον, Α ο κάθε είδους. επίρρ... παντοιοτρόπως ΝΜΑ με όλους τους τρόπους, με όλα τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντοῖος + τρόπος (πρβλ. πολύ τροπος)] … Dictionary of Greek